- συνδιακονώ
- -έω, Α [συνδιάκονος]εκκλ. είμαι διάκονος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιακόνῳ — συνδιάκονος fellow servant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιακόνωι — συνδιακόνῳ , συνδιάκονος fellow servant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)